- τύρχη
- τύρχη, ἡ, =A furca, Gloss.;
τ. διόδους ξυλίνη Edict.Diocl.15.47
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τ. διόδους ξυλίνη Edict.Diocl.15.47
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύρχη — ἡ, Α δίκρανο, δικράνι … Dictionary of Greek